- αντινομία
- Αντίφαση η οποία εμπεριέχεται σε ένα λογικό ή μαθηματικό σύστημα, όχι εξαιτίας ενός σφάλματος που είναι δυνατόν να αρθεί αλλά ως συνέπεια του ασυμβίβαστου των αξιωμάτων και των συντακτικών κανόνων που αποτελούν τη βάση του. Η α. δηλαδή είναι είδος αντίφασης που δεν μπορεί να καταλυθεί. Οι αρχαίοι γνώριζαν αυτό το είδος του παραδόξου· είναι πασίγνωστη η διατύπωση του Κικέρωνα, που στηρίζεται σε παλαιότερο σχολιασμό του ισχυρισμού του Επιμενίδη του Κρητός, o οποίος διακήρυσσε ότι οι Κρήτες είναι ψεύτες: «Αν λες ότι ψεύδεσαι, ή λες αλήθεια και τότε ψεύδεσαι ή ψεύδεσαι και τότε λες αλήθεια». Η α. εδώ οφείλεται στο ότι η βεβαίωση ότι λέει κανείς ψέματα δεν μπορεί να συγκαταλεχθεί ούτε μεταξύ των ανακριβών ισχυρισμών (ψεύδους) ούτε μεταξύ των αληθινών (αληθείας). Τη σημασία όμως των α. ως θεμελιακό χαρακτήρα της νοητικής λειτουργίας, όταν διερευνά τη μεταφυσική υπόσταση του κόσμου, την έδωσε ο Καντ στην Κριτική του Καθαρού Λόγου σε τέσσερα ζεύγη αντιφατικών προτάσεων: α) «Ο κόσμος έχει μια αρχή μέσα στον χρόνο και είναι περιορισμένος μέσα στον χώρο» - «Ο κόσμος δεν έχει ούτε αρχή μέσα στον χρόνο ούτε όριο στον χώρο», β) «Κάθε σύνθετη ουσία αποτελείται από απλά μέρη» - «Κανένα σύνθετο πράγμα δεν αποτελείται από απλά μέρη, γιατί κάθε μέρος μπορεί να αποσυντίθεται αιώνια», γ) «Η αιτιότητα σύμφωνα με τους νόμους της φύσης δεν είναι η μόνη νοητή ερμηνεία των φαινομένων· είναι ακόμα ανάγκη να δεχτούμε μια ελεύθερη αιτιότητα για την εξήγησή τους» - «Δεν υπάρχει ελευθερία, αλλά το καθετί συμβαίνει στον κόσμο σύμφωνα αποκλειστικά με την αιτιοκρατική νομοτέλεια της φύσης», δ) «Ο κόσμος προϋποθέτει κάτι που είτε ως αιτία είτε ως μέρος του είναι ένα απόλυτα αναγκαίο ον, π.χ. ο Θεός-δημιουργός» - «Δεν υπάρχει πουθενά ένα απολύτως αναγκαίο ον». Για την άρση ή μάλλον για την εξήγηση των α. αυτών, ο Καντ θέτει την προϋπόθεση ότι η πραγματικότητα έχει δύο όψεις: υπάρχει για μας ως φαινομενική πραγματικότητα, υπάρχει και καθαυτή, πέρα από τα μέτρα της γνωστικής μας δύναμης. Καθεμία από τις δύο σειρές προτάσεων έχει ισχύ για μία από τις δύο όψεις.
Η διαλεκτική λογική, που εισηγείται πρώτος ο Χέγκελ, δεν δέχεται τις α. με την έννοια αυτή, αλλά διδάσκει τη συνύπαρξη, τη σύγκρουση και διαμέσου του γίγνεσθαι τη σύνθεση των αντιθέσεων.
Στην παιδαγωγική γίνεται χρήση του όρου α. σε μια σειρά από αντιθέσεις, όπως εξουσία και ελευθερία, κοινωνικότητα και ατομικότητα κλπ., άλλοτε με το διαλεκτικό κριτήριο της σύνθεσής τους, άλλοτε με την προβληματική αντίληψη που τις θεωρεί ότι υπάρχουν αμοιβαία χωρίς τελική σύνθεση.
* * *η (AM ἀντινομία)1. σύγκρουση, αντίφαση μεταξύ δύο νόμων2. ασάφεια σ' ένα νόμο, αντίφαση μεταξύ ορισμένων διατάξεων τουνεοελλ.αντίφαση, αμοιβαία αναίρεση δύο προτάσεων, από τις οποίες κάθε μια ξεχωριστά ευσταθείαρχ.1. αντίθεση, ανυπακοή προς τον νόμο2. φρ. «ἐν ἀντινομίᾳ γίγνεσθαι» — το να βρίσκεται κανείς σε δύσκολη θέση μεταξύ δύο νόμων.
Dictionary of Greek. 2013.